- αὐχμηρός
- αὐχμηρόςdrymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυχμηρός — ή, ό (AM αὐχμηρός, ά, όν) [αυχμός] 1. ξερός, άνυδρος 2. (για ύφος) αυστηρός, στεγνός μσν. 1. (για ζώο) αυτό που ζει σε άνυδρη χώρα 2. (για τον ήλιο) σκοτεινός, σε έκλειψη·1| αρχ. (για τα μαλλιά) ρυπαρός, βρόμικος … Dictionary of Greek
αὐχμηρά — αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc pl αὐχμηρά̱ , αὐχμηρός dry fem nom/voc/acc dual αὐχμηρά̱ , αὐχμηρός dry fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηρότερον — αὐχμηρός dry adverbial comp αὐχμηρός dry masc acc comp sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηροτέρων — αὐχμηρός dry fem gen comp pl αὐχμηρός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηρῶν — αὐχμηρός dry fem gen pl αὐχμηρός dry masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηρόν — αὐχμηρός dry masc acc sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηρότατον — αὐχμηρός dry masc acc superl sg αὐχμηρός dry neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηραῖς — αὐχμηρός dry fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηραί — αὐχμηρός dry fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐχμηροτάτους — αὐχμηρός dry masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)